χηβάδα

χηβάδα
η, Ν
η αχηβάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. χήμη «είδος κοχυλιού», μέσω ενός αμάρτυρου *χημάδα (βλ. και λ. αχηβάδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αχηβάδα — η γενική κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα δίθυρα μαλάκια, συνήθως εδώδιμα 2. η κόγχη του Αγίου Βήματος των ναών 3. κοιλότητα στον τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. (α)χηβάδα < χημάδα < αρχ. μσν. χήμη «αχηβάδα» βλ. και λ. χηβάδα] …   Dictionary of Greek

  • χιβάδα — η, Ν βλ. χηβάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”